- σιδηροπωλείο
- το, Νκατάστημα πώλησης σιδερένιων και, γενικά, μεταλλικών σκευών και εργαλείων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηροπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. σιδηροπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.